- οξύνω
- (ΑΜ ὀξύνω) [οξύς]1. κάνω κάτι κοφτερό, αιχμηρό, ακονίζω2. γραμμ. τονίζω με οξεία μια συλλαβή, οξυτονώ3. δίνω σε κάτι ξινή γεύση, τό καθιστώ ξινό4. (σχετικά με πόνο) καθιστώ έντονο5. μτφ. α) καθιστώ κάτι οξύ, διαπεραστικό («οξύνω τη φωνή»)β) δημιουργώ οξύτητα, ερεθίζω, παροργίζωγ) επιτείνω, εντείνω, επιδεινώνω («η εγωιστική στάση του όξυνε τη σχέση τους».
Dictionary of Greek. 2013.